οϊστοκόμος

οϊστοκόμος
ὀϊστοκόμος, -ον (Α)
(για φαρέτρα) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βελών («ὀϊστοκόμοιο φαρέτρης», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -κόμος (< κομῶ), πρβλ. μελισσο-κόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀιστοκόμοιο — ὀιστοκόμος keeping arrows masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”